An Odyssey.
Έφυγες μακριά μου,
ταξιδιάρικο πουλί μου,
Έφυγα κι εγώ
σ’ ένα ταξίδι μες τον πόνο.
Δεν έσβησε από την ψυχή, ποτέ
η θύμησή σου,
τα μάτια μου απ’ τα μάτια σου,
ποτέ τους δεν χωρίσαν.
Άγγελε εσύ φτερούγισες με τ’ απαλά
φτερά σου, την πτώση μου εμπόδισες,
κι ας ήμουνα μακριά σου.
Κι όταν ακόμη τους φρικτούς,
τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες
μπόρεσα να αποφύγω,
με χίλια δυο τεχνάσματα
μπόρεσα να ξεφύγω,
μα κόστισαν ζωή.
Κι όταν ακόμη άκουσα δεμένος στο κατάρτι
Σειρήνες να ουρλιάζουνε με μένος τ’ όνομά μου,
ο πόνος μου κι ο νόστος μου για σένα ολόδροσή μου,
ποτέ σου λέω αγάπη μου δεν μπόρεσε να σβήσει.
Κι όταν μέχρι το σώμα μου ξέχασε να θυμάται,
στα ανήλιαγα του χάροντα τοπία σαν Ορφέας,
τους πρόγονούς μου ρώτησα πού τάχα να σε βρω,
με κέρασαν πικρό κρασί απ’ τ’ αγίνωτο του Άδη,
και μου είπανε στα όρια ποτέ μην φοβηθώ.
Κι όταν όλους τους φίλους μου, συντρόφους στα
ωραία, τους έχασα σαν ένιωσαν την πίκρα μου χολή,
και τους λωτούς προτίμησαν να τους καταβροχθίζουν
ποδοπατώντας άγρια σαν χοίροι την ψυχή,
Κι όταν ακόμη φώναξα,
σε μια δόλια πλανεύτρα,
«Ύπαγε ξοπίσω μου,
Κίρκη εσύ μικρή!»,
Σαν ζώα πολλά και διάφορα,
τον δρόμο μου εμποδίσαν,
Κι είδα μέσα στα μάτια τους
που άγρια γυαλίζαν,
ότι αν φερθώ με σύνεση,
και λύρα τους χαϊδέψω,
Καθένα από τα ζώα αυτά
θα αφήσει να μαγέψω,
απ’ τον λοιμό των ποντικιών
φλογέρα να τους παίξω,
την πόλη αυτή την άγρια
μπας και την ημερέψω.
Κι όταν θαλασσοδάρθηκα,
κι ο άνεμος με πήρε,
και άγρια σύννεφα έτρεχαν
σε άγριους ουρανούς,
δε δίστασα να μειωθώ,
να γίνω ο «κανένας»
μόνο και μόνο
για να βρω
την πίστη μου σε εσένα,
γινόμενος σαν θα σε βρω,
για εσένα πάλι ο ένας.
Ίσως πολλοί προσπάθησαν
μάταια για να κερδίσουν,
την ύστατη αγάπη σου
που μου είχες δωρισμένη.
Τυφλός εγώ και βασιλιάς,
μονόφθαλμος στην Τροία
είχα για πόλεμο παιδιών,
βάψει το πρόσωπό μου,
για μάχη που ήταν εξ αρχής,
για όλους μας χαμένη.
Κι έτσι σαν σε ανεμόμυλους και δίχως συνοδεία,
ορμούσα αμυνόμενος σε αόρατο εχθρό,
για «Ελένες» που δεν με έμελε
εμένα να κερδίσω,
για ενός «νεκρού μου φίλου»
ένα «πουκάμισο αδειανό»,
το σώμα μου δεν ξέχασε ποτέ την μυρωδιά σου,
το άγγιγμα, το χάδι σου, που ήταν σαν προσευχή.
Την πίστη μου κι αν κόντεψα να χάσω μια για
πάντα, στην δυνατή αγάπη μας, χάρισα υπομονή.
Κάπου μακριά στη χώρα μας, το γέρικο σκυλί μου
την πίστη μου για σένανε φυλούσε στην ζωή μου.
Κι αν Καλυψώ με κράτησε με μάγια στο πλευρό της,
ποτέ δεν της χαρίστηκα να γίνω εραστής.
Κι όταν μες την απόγνωση,
το σπέρμα μου κρατούσα,
για σένα πάλι λύγισα,
στο χέρι μου, στο στέρνο μου,
το ξόδεψα με σιγουριά για εσένα μόνο ευθύς.
Σαν είχα γίνει μια σκιά,
χλωμή και δίχως αίμα,
τα μάγουλά μου έβαψα
με το αίμα ενός κριού.
Στου William Blake τις ερημιές,
με φρίκη να γυρεύω,
τον μίτο μιάς Aria
να βρω του γυρισμού.
Θησέας, Πενθέας, Όμηρος, με βρήκανε προχθές.
Κι ο Διόνυσος που άφησα άλλους να τον λατρεύουν,
στην Γή των Aboriginals με ουίσκι ανακατεύουν
με μανδραγόρες και cocaine το Όνειρο νοθεύουν.
Όλοι του κόσμου οι άγριοι, δυτικοί υποκριτές.
Νικόλας Γκόγκος_MMIV_Στην Αγλαΐα Μηλιά

Φωτό: «Κλείνοντας το μάτι» στον Jarmusch